σκευή

σκευή
η, ΝΜΑ
1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ.
β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.)
2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.)
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών απαραίτητων αντικειμένων για ένα ορισμένο σώμα ή σκοπό (α. «σκευή μηχανικού» — όλα τα εργαλεία και όργανα τού μηχανικού, τα απαραίτητα για την κατασκευή οχυρωμάτων, γεφυρών κ.ά. έργων
γ. «σκευή πυροβολικού» — το σύνολο τών πολεμικών μέσων, πυρομαχικών και εξαρτημάτων τού πυροβολικού)
νεοελλ.-μσν.
βυζαντινό πυροβόλο, γνωστό και ως σκεύος, μηχανή, χώνος, χώνη
μσν.-αρχ.
συνωμοσία, σκευωρία
αρχ.
1. ιματισμός («σκευὰς Μηδικὰς ἐνδυόμενος», Θουκ.)
2. ενδυμασία χορευτών, αοιδών ή ηθοποιών («τραγικὴ σκευή», Πλάτ.)
3. ενδυμασία ιερέων και δημόσιων λειτουργών
4. τρόπος ενδυμασίας, μόδα («Μηδικὴ αὔτη ἡ σκευή ἐστι», Ηρόδ.)
5. το σύνολο τών απαραίτητων αντικειμένων, τα σύνεργα (α. «ἄτε γὰρ εἰνάλιον πόνον ὀχεοίσας βαθὺ σκευᾱς ἑτέρας», Πίνδ.
β. «καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῡ πλοίου ἐρρίψαμεν», Διόδ.)
6. μτφ. το αιδοίο («τῶν προθύρων ἀπέχου, μὴ σκευὴν ὀλέσης», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σκεῦος (βλ. λ. σκεύος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκευή — equipment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευῇ — σκευάζω prepare fut ind mid 2nd sg (doric) σκευάζω prepare fut ind act 3rd sg (doric) σκευή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεύη — σκεύ̱η , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σκεύ̱η , σκεῦος vessel neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευῆι — σκευῇ , σκευάζω prepare fut ind mid 2nd sg (doric) σκευῇ , σκευάζω prepare fut ind act 3rd sg (doric) σκευῇ , σκευή equipment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαῖς — σκευή equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαί — σκευή equipment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευήν — σκευή equipment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”